Εκκλησία Σωτήρος Χριστού
Η κεντρική εκκλησία της κοινότητας Στατού – Αγίου Φωτίου είναι αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό . Άρχισε να κτίζεται το 1970, όταν το χωριό μετακινήθηκε και ήταν απαραίτητη η παρουσία ενός καινούργιου ναού, στην Κοινότητα. Οι εργασίες του ναού ολοκληρώθηκαν το 1976. Κτίστηκε με κρατικές δαπάνες και επενδύθηκε εσωτερικά, με αρκετές δωρεές.
Ανάμεσα στα σπιτάκια του χωριού, κοντά στο σχολείο κτίστηκε η τρίκλητη μετά τρούλου εκκλησία της κοινότητας Στατού/Αγίου Φωτίου. Έχει την άνεση, να φιλοξενήσει γύρω στους 500 πιστούς. Εξωτερικά διαθέτει μεγάλο ασφαλτωμένο αυλόγυρο. Είναι πετρόκτιστη, με πέτρα της περιοχής και με σχέδιο κτισίματος το λεγόμενο «λούκι». Δηλαδή αρχίζουν από χαμηλά και γύρω-γύρω (1η σειρά) από τον ναό, οι πέτρινες διακοσμητικές πλάκες, με διαστάσεις 15Χ15 εκ., η επόμενη σειρά με μεγαλύτερες διαστάσεις και συνεχίζει μέχρι να καλύψει εξωτερικά όλο το ναό, με μεγαλύτερες διαστάσεις.
Το καμπαναριό πετρόκτιστο, πανύψηλο και καμαρωτό, να εφάπτεται στο υπόλοιπο κτίριο, να διαθέτει τρεις ηλεκτρονικές καμπάνες. Εσωτερικά το πάτωμα της εκκλησίας, είναι επιστρωμένο με πεντελικό μάρμαρο. Ολόκληρος ο ναός είναι αγιογραφημένος. Πάνω από το ιερό, είναι η παράσταση της Παναγίας της Πλατυτέρας, και πολλών άλλων αγίων. Οι παραστάσεις δίνουν την παρουσία τους, καθώς επίσης και στον τρούλο, η παράσταση με τον Παντοκράτορα. Με τις αγιογραφίες έχουν εργαστεί, τόσο ο κύπριος γνωστός αγιογράφος Καλλίνικος, αλλά και Ελλαδίτες επαγγελματίες. Επίσης εργάστηκε και ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης, που ήταν δάσκαλος, αλλά ασχολείτο και με την Αγιογραφία. Ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης, καταγόταν από τον Στατό.
Την έντονη παρουσία του, δίνει το εικονοστάσι στο ναό, το οποίο είναι κατασκευασμένο από δρύινο ξύλο σκαλιστού τύπου, με απάλειψη φύλλου χρυσό. Οι πρόσθετες εικόνες, πλαισιώνουν και ολοκληρώνουν την δυνατή παρουσία του, στο ναό. Ο πλούσιος και ποιοτικός εκκλησιαστικός εξοπλισμός στο ναό, έκανε την κοινότητα να νοιώθει και να μιλάει με περηφάνια, για την τόσο ξεχωριστή στο είδος της κατασκευή του ναού.
Η αφιερωμένη εικόνα του Σωτήρος, βρίσκεται σε ξεχωριστό προσκυνητάριο στ’ αριστερά από το εικονοστάσι. Κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου στις 6 Αυγούστου, η άγια εικόνας του, εκτίθεται σε προσκύνημα και γίνεται μεγάλη πανήγυρις.
Ξωκλήσι Αγίου Γεωργίου
Ξωκλήσι Αγίου Γεωργίου, στο παλιό χωριό Άγιος Φώτιος
Ο Άγιος Γεώργιος,είναι ένα πολύ παλιό εκκλησάκι, για το οποίο δεν έχουμε κάποιες πληροφορίες, που να μας μιλούν, για το πότε ακριβώς κτίστηκε. Είναι κτισμένο ανάμεσα στο κέντρο του παλιού χωριού Άγιος Φώτιος. Ένα εκκλησάκι κτισμένο κοντά στο παλιό δημοτικό σχολείο του χωριού. Ήταν όμως ετοιμόρροπο, μα και ξεχασμένο. Δεν άντεξε και πολύ. Πριν 7 περίπου χρόνια, γύρω στο 1997 κατεδαφίστηκε. Οι χωριανοί όμως με πρωτοβουλία δική τους και για να μην χαθεί το αφιέρωμα στο Άγιο Γεώργιο, το παλιό κοντινό πετρόκτιστο σχολείο που βρισκόταν δίπλα, μετετράπηκε σε εκκλησία. Μια μικρή επίπεδη, εκκλησούλα, με όλα τα απαραίτητα εκκλησιαστικά χρειώδη, λειτουργεί κανονικά, ως ένα μικρό και απέριττο ξωκλησάκι, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Λειτουργεί στις 23 Απριλίου.
Ξωκλήσι Αγίου Φωτίου και Ανίκητου
Ο αφιερωμένος ναός, στον Άγιο Φώτιο και Ανίκητο βρίσκεται κτισμένος ανάμεσα στα σπιτάκια της παλιά κοινότητας, Άγιος Φώτιος. Από πληροφορίες που πήραμε, πάρα πολύ παλιά φαίνεται να κατεδαφίστηκε άλλος προηγούμενος ναός, πράγμα που το μαρτυρούσαν κατάλοιπα του παλιού αυτού ναού και στην ίδια ακριβώς τοποθεσία, το 1921, κτίσθηκε ο ναός που υπάρχει σήμερα. Είναι μικρό ξωκλησάκι, πετρόκτιστο από συνηθισμένη πέτρα της περιοχής και με κεραμιδένια στέγη. Εσωτερικά είναι ασπρισμένο, μα όχι αγιογραφημένο. Το ξύλινο σκαλιστό εικονοστάσι δίνει την παρουσία του, καθώς και το μοναδικό ξύλινο ψαλτήρι που υπάρχει, μαζί με τα λιγοστά καθίσματα. Έχει την άνεση να φιλοξενήσει, τουλάχιστον 200 πιστούς. Είναι επίπεδη εκκλησούλα με μαρμάρινο πάτωμα. Λειτουργεί δύο φορές τον χρόνο. Στις 12 Αυγούστου και το Πάσχα.
Ξωκλήσι Αγίου Ζηνοβίου και Αγίας Ζηνοβίας
Ξωκλήσι Άγιος Ζηνόβιος και Αγία Ζηνοβία, στο παλιό χωριό Στατός
Νοτιοδυτικά του παλιού χωριού Στατός, το 1840 κτίστηκε το ξωκλησάκι Άγιος Ζηνόβιος και Αγία Ζηνοβία. Κατά την παράδοση, οι δύο άγιοι ήσαν αδέλφια. Ο Άγιος Ζηνόβιος ήταν γιατρός θαυματουργός και θεράπευε ψυχικά και σωματικά πολλούς ασθενείς. Μαρτύρησαν τον χριστιανισμό και εδιώχθησαν. Ανάμεσα στα σπιτάκια του παλιού χωριού, που τώρα έχουν εγκαταλειφθεί, βρίσκεται το ξωκλήσι. Είναι πετρόκτιστο εξωτερικά, και πλαισιώνεται από ένα μεγάλο πλακόστρωτο αυλόγυρο, με περιφραγμένο χαμηλό τοίχο. Το καμπαναριό του, το οποίο αποτελεί δείγμα παλιάς αρχιτεκτονικής, είναι κατασκευασμένο από πέτρα πελεκητή. Εσωτερικά υπάρχουν δυο χαρακτηριστικές καμάρες, αρχίζοντας από την οροφή με κωνοειδές σχήμα και καταλήγουν στο μέσο υψόμετρο του ναού. Το τέμπλο είναι ξύλινο και σκαλιστό, αλλά χαρακτηρίζεται για το πολύ παλιού τύπου σκάλισμά του. Οι πρόσθετες εικόνες ολοκληρώνουν τον πλούτο του ναού. Διαθέτει 2 ξύλινα σκαλιστά ψαλτήρια, καθώς επίσης και τον δεσποτικό θρόνο.
Ο γυναικωνίτης είναι ξύλινης κατασκευής ημικύκλιου σχήματος.
Με δαπάνες της Ιεράς Μονής Κύκκου, έγιναν αρκετές επιδιορθώσεις στο ξωκλήσι, πριν περίπου 5 χρόνια. Έχει την δυνατότητα να φιλοξενήσει γύρω στους 200 πιστούς. Η αφιερωμένη ξύλινη εικόνα των Αγίων, βρίσκεται στα δεξιά από το εικονοστάσι, σε πέτρινη πρόθεση , τοποθετημένη πάνω στον τοίχο. Κατά τη μέρα της γιορτής των Αγίων στις 30 Οκτωβρίου, η Άγια εικόνα τους εκτίθεται σε προσκύνημα.
Ξωκλήσι Αγίας Βαρβάρας
Σε βουνοπλαγιά πάνω από μια πηγή νερού, ανατολικά του παλιού χωριού Στατός, βρίσκεται κτισμένο το ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Φαίνεται το ξωκλήσι να επανοικοδομήθηκε το 1921. Είναι ένα μικρό ξωκλήσι συνηθισμένης τετράγωνης κατασκευής, με στέγη από κεραμίδι. Εσωτερικά όσο και εξωτερικά είναι ασπρισμένο. Το εικονοστάσι του ξωκλησιού, είναι μαρμάρινο με πρόσθετες τις εικόνες των Αγίων. Διαθέτει 2 πύλες την (κεντρική) ωραία πύλη και την αριστερή πύλη. Αν και μικρό έχει την άνεση να φιλοξενήσει 150 πιστούς. Την παρουσία του δίνει ο δεσποτικός θρόνος, καθώς και τα ξύλινα ψαλτήρια. Η αφιερωμένη εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, χρονολογείται από τον 18ο αιώνα, και είναι τοποθετημένη σε ειδικό εικονοστάσι. Το ξωκλήσι λειτουργεί δυο φορές τον χρόνο. Στις 4 Δεκεμβρίου κατά την ημέρα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας και το Πάσχα.
Μοναστήρι Αγίας Μονής
Η Μονή των Ιερέων ή Αγία Μαρίνα, όπως είναι ευρύτατα γνωστή, βρίσκεται στην επαρχία Πάφου, μεταξύ του χωριού Στατός και του μοναστηριού της Χρυσορρογιάτισσας, από το οποίο επέχει ένα περίπου χιλιόμετρο. Είναι κτισμένη σε μια όμορφη και απομακρυσμένη από το βουητό της θορυβώδους καθημερινής κοσμικής ζωής, τοποθεσία. Μέσα στο καταπράσινο και περιτριγυρισμένο από πυκνή βλάστηση ,περιβάλλον, οι μοναχοί βρίσκουν την επιζητούμενη ησυχία, απαραίτητη προϋπόθεση για περισυλλογή και προσευχή. Η Αγία Μονή θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κύπρου, με πλούσια ιστορία στο ενεργητικό του και σημαντική συμβολή στον τομέα της διάδοσης της χριστιανικής παράδοσης και των ελληνικών γραμμάτων, κυρίως κατά τη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα δε μεταξύ του 10ου και 12ου αιώνα.
Σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης και αναβίωσης της παλιάς της αίγλης, προσφάτως αναπαλαιώθηκε και ενισχύθηκε με έμψυχο υλικό από την Ιερά Μονή Κύκκου, στην οποία ανήκει.
Ονομασία
Πολλές εκδοχές υπάρχουν ως προς την ονομασία του Μετοχίου. Η επικρατέστερη διασώζει ότι κατά το παρελθόν εκεί διέμεναν πολλοί ιερείς. Έτσι προέκυψε το όνομα Μονή των Ιερέων. Κλήθηκε και Αγία Μονή, επειδή οι πιστοί που κατέφυγαν στο ιερό αυτό μέρος έβρισκαν την πολυπόθητη πνευματική ανάταση και έφευγαν ενισχυμένοι από τους παρηγορητικούς λόγους και τα μηνύματα ελπίδας.
Το μοναστηριακό συγκρότημα
Η Μονή των Ιερέων αποτελείται από κτίρια διαφόρων εποχών, που διαμορφώθηκαν ανάλογα με τις κατά καιρούς ανάγκες και δυνατότητες των ενοίκων της. Στη δυτική πλευρά ορθώνεται διώροφος οικοδομή με τα κελιά των μοναχών. Σύμφωνα με την εντοιχισμένη στην αριστερή βάση του ημικύκλιου θόλου της κύριας εισόδου, επιγραφή, η κατασκευή αυτή «ΑΝΟΙΚΩΔΟΜΗΘΙ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΗΣ ΑΧ????Η» (1698). Κατά την τελευταία ανακαίνιση (1984-1995) μερικά από τα κελιά μετατράπηκαν σε γραφείο, κουζίνα και τράπεζα.
Προς τα βόρεια ενώνεται με διώροφο κτίσμα, το ισόγειο του οποίου χρησιμοποιείται ως συνοδικό και το ανώγειο ως κελί. Στην προέκτασή του, βρίσκεται το αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη παρεκκλήσι του 14ου αι., καλυπτόμενο με σταυροθόλιο. Εικάζεται ότι παλαιότερα χρησίμευε ως τράπεζα του μοναστηριού. Επισκευάσθηκε και συντηρήθηκε το 1964 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Τότε, μέσα σ’ αυτό, ανακαλύφθηκε αργυρό νόμισμα του 15ου αιώνα.
Στη νότια πλευρά του Μετοχίου, εκτείνεται σειρά ισόγειων οικοδομημάτων. Η επιγραφή του εξωτερικού τους τοίχου, δηλώνει ότι είχαν ανεγερθεί το 1820, από τον εθνομάρτυρα ηγούμενο Κύκκου Ιωσήφ (1819-1821): «ΕΠΙ ΙΩΣΗΦ ΕΝ ΜΗΝΙ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΒ’ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΗΣ». Τρία από τα παραπάνω κτίσματα χρησίμευαν ως μαγειρείο, μαγκιπείο και τράπεζα, ενώ τα υπόλοιπα ως αποθήκες. Σήμερα έχουν μετατραπεί σε κελιά. Πίσω τους, το υπερυψωμένο επίπεδο θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη τοποθεσία, για την ανέγερση του ηγουμενείου με τα απαραίτητα διαμερίσματά του.
Η εκκλησία του Μετοχίου, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, δεσπόζει της ανατολικής πλευράς του κτιριακού συγκροτήματος. Είναι δίκλιτη καμαροσκέπαστη, με τα δυο κλίτη να χωρίζονται από υποβασταζόμενα από τρεις λίθινες κολώνες τόξα. Το ημικύκλιο σύνθρονο και ο κοσμήτης με φύλλα άκανθας της αψίδας, όπως και ο κοσμήτης από άκανθα του δυτικού τοίχου, είναι κάποια από τα διασωζόμενα μέρη της εκκλησίας με βυζαντινά γνωρίσματα. Το ίδιο και οι ευρισκόμενοι στον δυτικό τοίχο των μαναστηριακών οικοδομημάτων διακοσμημένοι με φυτικό βλαστό επιπεδόγλυφης τεχνικής πεσσίσκοι παλαιοχριστιανικού τέμπλου, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση εργασίας, ότι η ανέγερση της εκκλησίας δύναται να αναζητηθεί στα χρονικά πλαίσια της βυζαντινής περιόδου. Της ίδιας, ίσως, εποχής ήταν και η φυλασσόμενη παλαιότερα εντός του ναού, μαρμάρινη κολυμβήθρα.
Στον ίδιο χώρο με τον σημερινό ναό, υπήρχε βυζαντινός, αναγόμενος πιθανώς στον 12ο αι. Διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία του υπάρχοντος ναού, αφήνουν να διαφανεί ότι έφερε νάρθηκα με δύο αψίδες και ότι είχε κτισθεί πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, την αψίδα της οποίας ενσωμάτωσε. Με το πέρασμα του χρόνου και την επελθούσα καταστροφή ο βυζαντινός ναός αντικαταστάθηκε από φραγκοβυζαντινό. Τον τελευταίο διαμόρφωσε το 1638 σε τρίκλιτο καμαροσκέπαστο, ο τότε ηγούμενος Κύκκου Νικηφόρος, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1641-1674). Διαφωτιστικές είναι οι διασωθείσες στην αριστερή και δεξιά βάση του ημικυκλίου της κύριας εισόδου του ναού, εξής δύο επιγραφές: «ΕΝΚΩΜΗΘΙ Ι ΑΓΙΑ ΜΩΝΗ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ: Ι?? ΑΧΛΗ» και «ΝΙΚΥΦΟΡ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΜΩΝΗΣ». Υπόλειμμα, εξάλλου, τοιχογραφίας του ναού μαρτυρεί και παραπέμπει σε παλαιότερη αγιογράφησή του.
Ένα περίπου αιώνα μετά την ανοικοδόμηση του ναού, το 1735, επισκέφθηκε τη Μονή των Ιερέων ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747). Για τον ναό σημείωσε τα ακόλουθα: «Η ανατολική πλευρά [του μοναστηριού] καταλαμβάνεται από μια ωραία μεγάλη εκκλησία, στερεά κτισμένη, με μεγάλες και σκληρές πέτρες, αψιδωτή εσωτερικά. Απ’ έξω είναι καλυμμένη με ξύλινη στέγη και κεραμίδια, όπως στα μοναστήρια που περιέγραψα προηγουμένως. Έχει ένα απλό εικονοστάσιο και φθηνά κηροπήγια και κανδήλια, λόγω της φτώχειας της, αλλά το δάπεδο είναι καλά στρωμένο με μεγάλες λίθινες πλάκες. Έχει πέντε εισόδους, τρεις από τα δυτικά, μια από τα βόρεια και μια από τα νότια».
Με το πέρασμα του χρόνου το νότιο κλίτος του ναού ,υπέστη σοβαρές και ανεπανόρθωτες βλάβες, έτσι, το 1882, όταν ο οικονόμος της Ιεράς Μονής Κύκκου και μετέπειτα μητροπολίτης Πάφου (1890-1899) Επιφάνιος, ανέλαβε να προχωρήσει στα επιβαλλόμενα διορθωτικά έργα, υποχρεώθηκε να μετατρέψει τον ναό από τρίκλιτο σε δίκλιτο. Το 1885, στην πορεία των ανακαινίσεων, εντοπίστηκαν δύο επιγραφές του 4ου π.Χ. αι., γραμμένες στο συλλαβικό αλφάβητο, που κατόπιν εντοιχίσθηκαν στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου του ναού, αριστερά και δεξιά της κύριας εισόδου, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Στο περιεχόμενο των επιγραφών αναφέρεται ότι στον ίδιο εκείνο χώρο ο βασιλιάς της Πάφου Νικοκλής (374/373-361 π.Χ.) είχε κτίσει ναό, αφιερωμένο στη θεά Ήρα.
Ίδρυση
Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή των Ιερέων κτίστηκε τον 4ο αιώνα από τον Άγιο Ευτύχιο και Άγιο Νικόλαο, μετέπειτα Επίσκοπο Μύρων της Λυκίας. Η προφορική διήγηση από παλαιά διέσωσε ότι ο μεν Ευτύχιος προμήθευε τις πέτρες από τον ευρισκόμενο στην ίδια τοποθεσία ειδωλολατρικό ναό αρχαίας ελληνικής θεάς, ο δε Νικόλαος, λαϊκός τότε, τις λάξευε. Ακολούθως, και οι δύο μαζί έκτιζαν. Στο τέλος όμως στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε, έζησε και υπηρέτησε μέχρι το θάνατο του μόνον ο Ευτύχιος, ενώ ο Νικόλαος αναχώρησε για τη Λυκία.
Η παραπάνω παράδοση καταγράφηκε από τον λόγιο διδάσκαλο και διευθυντή της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας Εφραίμ τον Αθηναίο, μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων (1766-1770), στο βιβλίο του για την ιστορία της Ιεράς Μονής Κύκκου, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1751. Ο Εφραίμ, παρακινούμενος από όσα σχετικά άκουγε, αποφάσισε να επισκεφθεί την Αγία Μονή. Στο σκευοφυλάκιο εντόπισε παλαιό μεμβράνινο χειρόγραφο, με τον βίο του Αγίου Ευτυχίου.
Δύο ιστορικές μαρτυρίες της περιόδου της λατινοκρατίας στην Κύπρο (1191-1571) συνδέουν τον Άγιο Ευτύχιο με την Αγία Μονή. Η πρώτη εντοπίζεται στον κώδικα Paris Gr. 1588, ο οποίος γράφτηκε στη Μονή των Ιερέων, στις αρχές του 12ου αιώνα και περιέχει πολλά σημειώματα για διάφορα γεγονότα μεταξύ των ετών 1203 έως 1570. Τα περισσότερα από αυτά, αν και αφορούν στην ιστορία της Μονής, εντούτοις δεν είναι διαφωτιστικά ως προς την ιστορική της πορεία και ιδιαίτερα το εξεταζόμενο θέμα. Άκρως όμως ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται η αχρονολόγητη καταγραφή στο φύλλο 234, όπου η Μονή αναφέρεται ως «η του Αγίου Ευτυχίου». Παρόμοιας φύσης είναι και η δεύτερη μαρτυρία. Διασώζεται στην Κρόνακαν (Χρονικόν) του Λεοντίου Μαχαιρά, μόνον που εδώ το όνομα του Αγίου Ευτυχίου μετατρέπεται σε Ευθύμιο: «και του Αγίου Ευθυμίου μονής ιερέων», λέγει ο χρονογράφος.
Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι στην Αγία Μονή διατηρούσαν ζώσαν τη μνήμη του Αγίου Ευτυχίου, τουλάχιστον μέχρι τον 18ο αιώνα. Στις 8 Αυγούστου, την ημέρα δηλαδή που γιόρταζε ο Άγιος, έψαλλαν το ακόλουθο τροπάριο:
«Δεύτε αυφημήσωμεν οι πιστοί τους δύο φωστήρας τους και κτήτορας της μονής, Νικόλαον τον Μέγαν συν θειω Ευτυχίο θεράποντας γενναίους της Θεομήτρος». Στη συγκεκριμένη, επομένων, περίπτωση ή η παράδοση μεταφέρεται διά των γραπτών πηγών ή οι γραπτές πηγές τείνουν να επιβεβαιώσουν την παράδοση. Δύσκολη η απάντηση και , εάν δεν έλθουν στο φως νέες ικανές μαρτυρίες, το διαζευκτικό ερώτημα θα αιωρείται.